- λελειμμένων
- λείπωleaveperf part mp fem gen plλείπωleaveperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύδην — Α επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ τού σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ σν μην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην), βλ. και λ. πανσυδί] … Dictionary of Greek